δία

δία
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν γιορτή με την ονομασία Κισσοτόμοι.
2. Σύζυγος του Ιξίωνα. Ο Δίας συνευρέθηκε μαζί της με μορφή αλόγου και εκείνη γέννησε τον Πειρίθοντα. Ο μύθος αυτός είχε εμπνεύσει στον Αισχύλο δύο τραγωδίες που δεν διασώθηκαν, τον Ιξίωνα και τις Περραιβίδας.
3. Μία από τις κόρες του Αιόλου.
4. Κόρη του Λυκάονα και μητέρα του Δρύοπα, τον οποίο απέκτησε από τον θεό Απόλλωνα.
5. Σύζυγος του Αγρίου, γιου του Πορθάονα και μητέρα του Θερσίτη.
II
Ονομασία γεωγραφικών τόπων.
1. Άλλη ονομασία της Νάξου. Η ονομασία διατηρήθηκε για την ψηλότερη κορυφή του νησιού (1.004 μ.), που ονομάζεται και Ζας.
2. Μικρό ακατοίκητο νησί κοντά στο ακρωτήριο Δίο της βόρειας παραλίας της Κρήτης, απέναντι στο Ηράκλειο. Έχει έκταση 12 τ. χλμ. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στο νησί υπήρχε ομώνυμη πόλη. Στην περιοχή ανακαλύφθηκαν ευρήματα από τη μινωική εποχή.
3. Νησί της Ερυθράς θάλασσας στον Αιλανίτη κόλπο, το σημερινό Τιράν.
4. Πόλη της Βιθυνίας στις ακτές του Εύξεινου Πόντου.
* * *
δῑα, η (Α)
βλ. δίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — through indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια …   Dictionary of Greek

  • Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”